28 Αυγούστου 2015

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΧΑΒΑΛΕΔΙΑΡΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ...

Έτσι γράφτηκαν μερικά για πλάκα σε σελίδες βιβλίων και ένα εξ' αυτών σε χαρτοπετσέτα....







ΠΩΣ ΓΑΜΙΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ....
Πάει του Κωσταντή η ψωλή
να βρει τις Χρύσας το μενή.
Κινήσαν να βρουν χαρά
μεσ' στα λιβάδια τα παχιά.
Τ' πιάνει ταχιά του Κωσταντή
στο χέρι της το βάνει
Και τότε.....
Μια πιθαμή δεν ήτανε,
αλλ' πλαδαρή την είχε.
Γυρνά και λέει με στόμφο η Χρυσή:
Μωρ' τι τα θες βρε Κωσταντή τα γέλια και τα χύσια
τουτ δε βγάζ' πια νερό να σβήσει την φωτιά μου...
Γυρνά κοιτά ο Κωσταντής με λύπη την ψωλή του.
Αργά αργά την έπαιξε
και λέει στην Χρύσα την καλή την καυλοπετούσα:
Κυρ' Χρύσα πιάσε την γοργά και βάλτην στα βυζά σου.
Και αν στα βυζά σου τα καλά
χωθεί
θα δεις και τα καλά σου.
Τα βγάζ' η Χρύσα η καλή και βάνει την ψωλή του.
Μ' ήταν τα στήθια της βαριά και 'πεσαν εκεί κάτου.
Και τότες έβγαλαν φωνή κι αντάρα και κραυγάσαν...
Μωρέ δεν φταίει το μουνί κι η ψώλα η πενεμένη...
Τα χρόνια πέρασαν γαμώ και φύγαν και που πάνε...







ΑΠΟ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΠΟΤΕΣ
Μου μουνουχίσαν το παιδί
δυο μάγκες στον Περαία.
Φαλτσέτα είχανε γοργή και 'ξέραν την δουλειά τους.
Κλαίει και σκούζει και πονά
ολάκερο Δρουγούτι.
Τ΄Αρμένικα λυσσομανούν και βγάνουν το σελάχι.
Τ΄ άρματα ακονίζανε στις ρεματιάς τα μέρη
και ούλοι θέλανε ταχιά να πάν΄ να σφάξουν.
Στον Πειραιά κλειδώνονταν, λακίζαν νοικοκυραίοι.
για το παιδί που σπάραζε στου κρεβατιού την άκρη.
Κι όμως ξύπνησε ταχιά και μας λυγιόταν κάργα.
- Ίντα έχεις Νικολιό και μου γελάς σαν χάχας;
τα νιάτα σου τα έχασες στα μαύρα θα σε ντύσω
και στο βουνό εκεί ψηλά, στην Παναγιά θα πάγεις.
-Ίντα λες βρε μάνα μου καλή, εγώ ΄μουνα ταμένος.
Να γίνω λούγκρα έμορφη, καλή και νιοφερμένη.
Τον Τάκαρο στον Πειραιά θα έχω όταν θέλω...
-Αλί, Αλί και τρισαλί , παλκάρι μου παινεμένο.
Και σ΄ είχα τάξει της Μαρώς γαμπρούλη να σε ντύσω.
-Ας τα βρε μάνα ξέχνα τα και άσε με, εμένα.
Μεσ΄τα μπουρδέλα θα χαθώ 
τις παστρικές να ΄περετώ.
Και σαν ζυγώσει το πρωί στις αγκαλιές του Τάκαρου
να πέφτω να λιγώνω.
-Γεια και χαρά σου Νικολιό πάει η τεστοστερόνη.
Τραβά η μάνα η λυγερή και η βαρυπενθούσα
μαχαίρι δώδεκα ιντσών και σφάζει το παιδί της.
ΕΝΩΘΗ ΤΟΤΕ ΓΡΗΓΟΡΑ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ
ΚΑΙ ΤΟ ΔΡΟΥΓΟΥΤΙ ΕΝΩΘΗΚΕ ΤΑΧΙΆ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΑΊΑ...



ΈΤΕΡΟΝ ΔΗΜΩΔΗ ΓΙΑ ΘΕΡΙΝΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΈΛΩΤΑ...
ΒΑΘΥΣΤΟΧΑΣΤΟΝ.... 


Κίνησε η Μέλπω η ζουρλή στου Χόντου τα λημέρια.
Αλαφιασμένη γύρευε Λουις Βιτον καρδάρα.
Το δέρμα της να γιν' ζελές, η φάτσα της σαν γάλα.
Αλλά στο ράφι το μακρύ το καλογυαλισμένο,
συνάντησε τον Κωσταντή τον μοσχαναθρεμμένο.
Που ναι βαρβάτος σαν πετσί κι η πούτσα του λυμένη
Κι είν' η ζώνη του καφέ και το μουστάκι αντρίκειο.
Λίγωσε η Μέλπω πάραυτα, παραλυμένη ευρέθη
η καύλα κτύπησε οκτώ με άριστα το δέκα.
Φεύγει ταχιά στο μαγαζί του Γιάννη του Μαγκλάρα
που είναι κούτσικο πολύ και καθαρό σαν γάλα.
Πιάνει τον Γιάννη “το και το”,
στον πόνο μέσα της πικρά
αναπολεί τα νιάτα.
Και τότε έβγαλε Αυτός ένα μεγάλο όπλο.
Το στριγκ το βρωπαικό στο νούμερο το τάδε.
Σιμά κοντά του κάθισε και πήρε τα μπαλάκια
και τένις έπαιξε ταχιά στου παραβάν το μέρος
που μάτι δεν το 'βλεπε κανείς,
δεν ήταν σαν και τ' άλλα.
Που η κάμερα έγραφε πολλά και τρέχαν πολισμάνοι
να σβήσουν τα ανομήματα στων δίσκων τα γραμμένα...
Κι η Μέλπω έφτακε αργά στο σπίτι αλαφιασμένη
απ' τα γαμήσια πίγκωσε και ήθελε και άλλα....







Εγώ τις φήμες έγραφα
'κει δα εκεί δα κάτου.
Σπαλιάρας μωρέ δεν έγινα και ας λεν οι βλογημένοι
Μηδέ σφαλιάρας έριχνα στους γαμημένους βάλτους.
Εγώ γεννήθηκα εκεί
που ρίχνουν τις μπρικόλες
στα μπιλιαρδάδικα σιμά
στις γειτονιάς τα μέρη.
Δασκάλους είχα τρομερούς.
Τον Σταύρο τον αντρειωμένο.
Πού χε το φάλτσο εύκολο και τις γυναίκες ούλες.
Είχε και φίλο ένανε που είναι και κουμπάρος
Αυτός στο τέλος έγινε 'παγγελματίας σφόδρα
Και τον φωνάζουν πάραυτα την τσόχα να 'ρμηνεύει....
Και ζήσαμε εμείς καλά και οι αρχόντοι ούλοι....


4 σχόλια:

λαλατε